- ἐπανεμοῦν
- ἐπανεμέωvomit thereafterpres part act masc voc sg (attic epic doric)ἐπανεμέωvomit thereafterpres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επανεμώ — ἐπανεμῶ, έω (Α) 1. κάνω εμετό επανειλημμένα, ξαναξερνώ 2. (για μηρυκαστικά) φέρνω ξανά την τροφή στο στόμα, αναχαράζω («αὖθις δ ἐκ ταύτης [τῆς γαστρὸς] ἐπανεμοῡν κατεργάζεσθαι τῷ στόματι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + εμώ «κάνω εμετό»] … Dictionary of Greek